κνίδιος

κνίδιος
-ια, -ο (AM κνίδιος, -ία, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κνίδο («Κνιδία Αφροδίτη» — κλασικό αριστούργημα τού γλύπτη Πραξιτέλη)
2. ως κύριο όν. ο Κνίδιος, η Κνιδία
αυτός που κατάγεται από την Κνίδο («οἰκέουσι δὲ καὶ ἄλλοι καὶ Λακεδαιμονίων ἄποικοι Κνίδιοι», Ηρόδ.)
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ κνίδιον
μέτρο χωρητικότητας
2. φρ. «κόκκος κνίδιος» — τα σπέρματα τού φυτού θυμέλαια, από τα οποία περασκευαζόταν το καθαρτικό κνιδέλαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοπωνύμιο Κνίδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Κνίδιος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εύδοξος ο Κνίδιος — (Κνίδος 408 – 355 π.Χ.). Αστρονόμος, μαθηματικός, μετεωρολόγος, γεωγράφος, γιατρός και φιλόσοφος. Η φήμη του ήταν πολύ μεγάλη και γι’ αυτό ονομάστηκε Ε. ο Ένδοξος. Ίδρυσε την ονομαστή σχολή της Κυζίκου και δίδαξε θετικές επιστήμες στην Ακαδημία… …   Dictionary of Greek

  • Κνιδίαις — Κνίδιος of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κνιδίη — Κνίδιος of fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κνιδίην — Κνίδιος of fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κνιδίης — Κνίδιος of fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κνιδίους — Κνίδιος of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κνίδιαι — Κνίδιος of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κνίδιοι — Κνίδιος of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ктесий — Книдский Κτησίας ο Κνίδιος Титульный лист издани …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”