- κνίδιος
- -ια, -ο (AM κνίδιος, -ία, -ον)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κνίδο («Κνιδία Αφροδίτη» — κλασικό αριστούργημα τού γλύπτη Πραξιτέλη)2. ως κύριο όν. ο Κνίδιος, η Κνιδίααυτός που κατάγεται από την Κνίδο («οἰκέουσι δὲ καὶ ἄλλοι καὶ Λακεδαιμονίων ἄποικοι Κνίδιοι», Ηρόδ.)αρχ.1. το ουδ. ως ουσ. τὸ κνίδιονμέτρο χωρητικότητας2. φρ. «κόκκος κνίδιος» — τα σπέρματα τού φυτού θυμέλαια, από τα οποία περασκευαζόταν το καθαρτικό κνιδέλαιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τοπωνύμιο Κνίδος].
Dictionary of Greek. 2013.